τσεκούρι

τσεκούρι
τσεκούρι, το και τσικούρι, το
(λ. λατ.), κοφτερό εργαλείο με στειλιάρι για το κόψιμο ξύλων, πελέκι, μπαλτάς.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τσεκούρι — Ημιορεινός οικισμός (27 κάτ., υψόμ. 400 μ.) στην πρώην επαρχία Νικόπολης και Πάργας του νομού Πρέβεζας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βουβοποτάμου. * * * και τσικούρι, το, Ν πέλεκυς, μπαλτάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < σεκούριον (< securis «τσεκούρι»), με… …   Dictionary of Greek

  • αξίνα — Γεωργικό εργαλείο που χρησιμοποιείται για σκάψιμο ή και για το σχίσιμο ξύλων. Αποτελείται από δύο στόματα, ένα πλατύ και ένα μυτερό. Λέγεται και αξινάρι ή ξινάρι, και το στυλιάρι της, αξινοκράτημα. Η α. είναι γνωστή από την αρχαία εποχή. Ήταν… …   Dictionary of Greek

  • θυσία — Όρος που, υπό ευρεία έννοια, αναφέρεται στην τελετουργική ανάλωση ενός αγαθού. Στον όρο θ. εντάσσεται μεγάλη ποικιλία θρησκευτικών γεγονότων, τα οποία θα μπορούσαν να περιληφθούν σε τρεις θεμελιώδεις κατηγορίες: την προσφορά των απαρχών (των… …   Dictionary of Greek

  • πελέκι — Κατέχει σημαντική θέση ανάμεσα στα εργαλεία που χρησιμοποίησε ο προϊστορικός άνθρωπος. Εμφανίστηκε από τη νεολιθική εποχή, όταν η ανάπτυξη της γεωργίας ανάγκασε τον άνθρωπο να ξεχερσώσει τα απέραντα δάση των εύκρατων χωρών για να δημιουργήσει… …   Dictionary of Greek

  • σεκούριον — τὸ, Α τσεκούρι, πέλεκυς. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. securis «τσεκούρι»] …   Dictionary of Greek

  • τέκτονας — ο / τέκτων, ονος, ό, και σπάν. η, ΝΜΑ, και τ. θηλ. τέκταινα Α τεχνίτης διαφόρων κατασκευών από ξύλο, ιδίως ξυλουργός, ναυπηγός ή οικοδόμος (α. «κεραμεὺς κεραμεῑ κοτέει καὶ τέκτων τέκτονι», Ησίοδ. β. «τέκτονες ἄνδρες, οἵ οἱ ἐποίησαν θάλαμον καὶ… …   Dictionary of Greek

  • τσεκουράτος — και τσικουράτος, η, ο, Ν 1. κοφτερός σαν τσεκούρι 2. μτφ. α) σαφής και αυστηρός β) δηκτικός, δριμύς. επίρρ... τσεκουράτα μτφ. σαφέστατα και αυστηρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσεκούρι / τσικούρι + κατάλ. άτος (πρβλ. σταρ άτος)] …   Dictionary of Greek

  • τσεκουριά — η, Ν χτύπημα με τσεκούρι («με μια τσεκουριά έριξε το δέντρο κάτω»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τσεκούρι + κατάλ. ιά (πρβλ. μαχαιρ ιά)] …   Dictionary of Greek

  • τσεκουρώνω — Ν [τσεκούρι] 1. χτυπώ με τσεκούρι 2. μτφ. α) τιμωρώ αυστηρά β) (σχετικά με μαθητές) i) βαθμολογώ υπερβολικά αυστηρά ii) απορρίπτω σε εξετάσεις λόγω υπερβολικής αυστηρότητας …   Dictionary of Greek

  • Αγριώνια — Βακχική γιορτή, που γινόταν στον Ορχομενό της Βοιωτίας, τον Σεπτέμβριο ή Οκτώβριο, ίσως κάθε τριετία. Κατά τον Πλούταρχο, η γιορτή είχε το παρακάτω τυπικό: γυναίκες έτρεχαν στα χωράφια και στα βουνά, αναζητώντας τον Διόνυσο. Ταυτόχρονα, με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”